- πλακουτσομύτης
- και πλατσουκομύτης και πλατσουμύτης και πλατσομύτης, -ύτα, -ύτικο, Ναυτός που έχει πλατιά μύτη.[ΕΤΥΜΟΛ. < πλακουτσός + μύτη. Ο τ. πλατσουκομύτης με μετάθεση, ενώ ο τ. πλατσομύτης με αποβολή].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
παράσιμος — ον, Α αυτός που έχει λίγο πεπλατυσμένη μύτη, ο ελαφρώς πλατομύτης, πλακουτσομύτης. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + σιμός «αυτός που έχει πλατιά μύτη, πλάκουτσομύτης» (πρβλ. υπό σιμος)] … Dictionary of Greek
σίμος — I Όνομα μυθολογικών και ιστορικών προσώπων. 1. Μυθολογικό πρόσωπο, γιος του Φίαλου και εγγονός του Βουκαλίωνα, βασιλιάς της Αρκαδίας. 2. Σικελός, ιδρυτής μαζί με τους Ευκλείδη και Σάκωνα της πόλης Ιμέρας. 3. Ένας από τους Αλευάδες, που βοήθησε το … Dictionary of Greek
μικρόσιμος — μικρόσιμος, ον (Μ) αυτός που έχει κάπως σιμή, πλακουτσωτή μύτη. [ΕΤΥΜΟΛ. < μικρ(ο) * + σιμός «πλακουτσομύτης»] … Dictionary of Greek
πλακομύτης — ύτα, ύτικο, Ν ο πλακουτσομύτης. [ΕΤΥΜΟΛ. < πλάκα + μύτης (< μύτη), πρβλ. σουβλο μύτης] … Dictionary of Greek
πλατσομύτης — και πλατσουμύτης και πλατσουκομύτης, ύτα, ύτικο, Ν βλ. πλακουτσομύτης … Dictionary of Greek
σίμαλος — ὁ, Μ σιμός. [ΕΤΥΜΟΛ. < σιμός «πλακουτσομύτης» + κατάλ. αλος*] … Dictionary of Greek
σιμαίνω — Α [σιμός] 1. είμαι σιμός, πλακουτσομύτης 2. μορφάζω στρέφοντας τα ρουθούνια προς τα επάνω … Dictionary of Greek
σιμιίδες — οι Ν ζωολ. υπόταξη πρωτευόντων με 6 αρτίγονες οικογένειες και 35 γένη, καθώς και 1 απολιθωμένη οικογένεια με 2 γένη, υπόταξη στην οποία ανήκουν ο άνθρωπος και οι πρόγονοί του, αλλ. ανθρωποειδή. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. simiidae <… … Dictionary of Greek
σιμοειδής — ές, Α σιμός, πλακουτσωτός («σιμοειδὲς στόμα», Αιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < σιμός «πλακουτσομύτης» + ειδής*] … Dictionary of Greek
σιμοκύων — ο, Ν (παλαιοντ.) γένος θηλαστικών που έχει εκλείψει. [ΕΤΥΜΟΛ. < σιμός «πλακουτσομύτης» + κύων «σκύλος». Η λ. μαρτυρείται από το 1890 στο περιοδικό Προμηθεύς] … Dictionary of Greek